εμφραγματικός

εμφραγματικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έμφραξη, που χρησιμεύει ή συντελεί στην έμφραξη
2. (πυροβ.) «εμφραγματικός δακτύλιος» — μεταλλικός δακτύλιος που είναι τοποθετημένος μπροστά στη θαλάμη τού πυροβόλου για να καλύπτει την αρμογή που σχηματίζεται ανάμεσα στο κλείστρο και στον σωλήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμφραγματικός — ή, ό 1. που χρησιμεύει ή συντελεί στην έμφραξη (βλ. λ.). 2. ως ουσ., εμφραγματικός αυτός που πάσχει από έμφραγμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”